Η Ιλιάδα του Ομήρου, το περίφημο έπος του ποιητή. Ένα έπος που έκανε την Ελλάδα και τον μυθολογικό της κόσμο γνωστό στα πέρατα της υφηλίου. Η Ιλιάδα που ξετύλιξε την ιστορία της γύρω από την  ”μήνι” του Αχιλλέως, τον μεγάλο θυμό του πιο μεγάλου ήρωα. Ένας θυμός  δικαιολογημένος για το μέγα άδικο της αρπαγής του δώρου του από τον Αγαμέμνονα, όταν εκείνος έχασε το δικό του. ”Δώρο” ήταν η ψηλή, καστανομάλλα και σφιχτόφρυδη Βρησηίδα. Αυτήν πόθησε ο Αγαμέμνων και η αλαζονεία του την άρπαξε από τον , όμορφο σαν Θεό,  Αχιλλέα.

    Μεγαλη αναστάτωση προκλήθηκε στου κόλπους των Αχαιών, εκεί στο μέτωπο της Τροίας. Σκοτεινές ημέρες προέβλεπαν οι μάντεις ─οιωνοσκόποι διαβάζοντας το πέταγμα των πουλιών κι έξω δεν έπεσαν. Στην συνέλευση που συγκάλεσαν οι γηραιότεροι σοφοί των Αργείων για να βρουν την λύση κι ενωμένοι να ξαναπέσουν στην μάχη, βαριές λέξεις ανταλλάσσονται. Λέξεις που φέρνουν το χέρι του Αχιλλέα στο σπαθί για να σκοτώσει. ‘Έπρεπε να επενέβη η θεά Αθηνά για να μαλακώσει τον προστατευόμενό της, ζητώντας του να εκδικηθεί αντιγυρίζοντας τις προσβολές.

    Το αποτέλεσμα όμως δεν αλλάζει. Ο αρχηγός των Μυρμιδόνων, των ”Μυρμηγκιών” με την ασήκωτοι πανοπλία που έγιναν τρομεροί πολεμιστές, παρακολουθεί δακρύζοντας να του αφαιρούν το ”γέρας” του, το δώρο του. Η οργή του ήταν τόση που απέσυρε τον εαυτό του από την μάχη. Ξαναμπήκε μόνο όταν ο αδερφικός του φίλος Πάτροκλος, χάνει την ζωή του από τον Έκτορα. Και πραγματικά δεν θα είχε λόγο να επιστρέψει παρά μόνο για να σκοτώσει, σκυλεύσει κι εκδικηθεί το χέρι που έκοψε το νήμα της ζωής του Πατρόκλου.